μόνωτος

μονώψ

μόνωψ
μον·ώψ, ion. μουν·ώψ, ῶπος (ὁ, ἡ) qui n’a qu’un œil, Eschl. Pr. 803 ; Eur. Cycl. 21, 644 ||
E Poét. μούνωψ, Eschl. l. c.
Étym. μ. ὤψ.