μονῶτις

μόνωτος

μονώψ
μόν·ωτος, ος, ον :
1 qui n’a qu’une anse, Polém. (Ath. 484c) ||
2 c. μόναπος, A. Car. 58.
Étym. μ. οὖς ; cf. μονούατος.