μόρφωμα

μόρφωσις

μορφωτικός
μόρφωσις, εως ()
1 action de donner une forme à, Th. C.P. 3, 7, 4, ||
2 d’où forme, figure, extérieur, NT. Rom. 2, 20 ; 2 Tim. 3, 5.
Étym. μορφόω.