μοσχεία

μόσχειος

μόσχευμα
μόσχειος, ος, ον, de veau, de génisse, Xén. An. 4, 5, 31, etc. ; Pol. 6, 23, 3, Anth. 6, 263, 5, etc.
Étym. μόσχος.