μόσχειος

μόσχευμα

μόσχευσις
μόσχευμα, ατος (τὸ) marcotte, d’où rejeton, en gén. Th. C.P. 3, 11, 5 ; H.P. 2, 2, 5 ; Phil. 1, 606 ; 2, 348, etc. ; Spt. Sap. 4, 3.
Étym. μοσχεύω.