μοσχοσφραγιστής

μοσχοσφραγιστικά

μοτάριον
μοσχοσφραγιστικά, ῶν (τὰ) [ᾱγ] traité sur l’art de choisir les victimes à marquer pour le sacrifice, Clém. 758.
Étym. μοσχοσφραγιστής.