Μόσχος

μοσχοσφραγιστής

μοσχοσφραγιστικά
μοσχο·σφραγιστής, οῦ () [] celui qui marque d’un sceau les veaux choisis pour le sacrifice, Chærém. (Porph. Abst. 4, 7).
Étym. μόσχος, σφραγίζω.