μουσοκόλαξ

μουσοληπτέομαι-οῦμαι

μουσόληπτος
μουσοληπτέομαι-οῦμαι (seul. prés.) être possédé, c. à d. inspiré par les Muses, Arstd. (Phot. Bibl. p. 16, 411).
Étym. μουσόληπτος.