μουσοληπτέομαι-οῦμαι

μουσόληπτος

μουσομανέω-ῶ
μουσό·ληπτος, ος, ον, possédé, c. à d. inspiré par les Muses, Plut. Marc. 17, etc.
Étym. μοῦσα, ληπτός.