μουσόπνευστος

μουσοποιέω-ῶ

μουσοποιός
μουσοποιέω-ῶ :
1 rédiger en vers, acc. Soph. fr. 747 ||
2 chanter en vers, acc. Ar. Nub. 334.
Étym. μουσοποιός.