μουσοποιέω-ῶ

μουσοποιός

μουσοπόλος
μουσο·ποιός, ός, όν, qui chante en vers, Eur. Hipp. 1428 ; subst. (ὁ, ἡ) poète, particul. poète lyrique, Hdt. 2, 135 ; Eur. Tr. 1189, Hipp. 1428 ; Thcr. Epigr. 21, 1.
Étym. μοῦσα, ποιέω.