μουσοποιός

μουσοπόλος

μουσοπρόσωπος
μουσο·πόλος, ος, ον :
1 qui cultive les Muses : ὁ μ. Eur. Alc. 447, poète ||
2 μ. στοναχά, Eur. Ph. 1500, plainte qui s’exhale dans des chants.
Étym. μ. πολέω.