Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
μυχά
μυχαίτερος
μύχατος
μυχαίτερος,
α, ον,
Hdn gr.
Epim.
p. 166 Boissonade ;
et
μυχαίτατος,
η, ον
[
ῠ
]
Arstt.
Mund.
3, 10 ;
Clém.
840
.
Étym.
cp. et sup. formés de
μύχος,
v.
μυχοίτατος
.