μυχαίτερος

μύχατος

μυχθίζω
μύχατος, η, ον [ῠᾰ] c. μυχοίτατος, Ps.-Phocyl. 164 ; A. Rh. 1, 170 ; Call. Dian. 68 ; Anth. 9, 632.
Étym. sup. de μυχός ; cf. μεσάτος de μέσος.