μυκτηρίζω

μυκτηρισμός

μυκτηριστής
μυκτηρισμός, οῦ () raillerie, moquerie, Spt. 2 Macc. 7, 39, Ps. 34, 16 ; Mén. rhét. 8, 724, 759 W.
Étym. μυκτηρίζω.