Μυλητίδαι

μυλήφατος

μυλιαῖος
μυλή·φατος, ος, ον [ῠᾰ] écrasé par la meule, Od. 2, 355 ; Lyc. 578 ; A. Rh. 1, 1073.
Étym. μύλη, πεφνεῖν.