Μυοῦς

μυοφόνος

μυόφορϐος
μυο·φόνος, ος, ον, qui tue les rats : τὸ μυοφόνον, Th. H.P. 6, 2, 9, aconit, propr. « mort-aux-rats », plante.
Étym. μῦς, πεφνεῖν.