μυραλείφιον

μυραλοιφέω-ῶ

μυραλοιφία
μυρ·αλοιφέω-ῶ [ῠᾰ] parfumer d’huile ou d’essence aromatique, Clém. 210 ; Syn. 83c.
Étym. μύρον, ἀλοιφή.