μυρεψία

μυρεψικός

μυρέψιον
μυρεψικός, ή, όν [] qui concerne les parfums, de parfumeur, de parfumerie, Hpc. 273, 28 ; Arstt. Nic. 6, 13 ; Plut. M. 661c, etc.
Étym. μυρεψός.