μυρεψικός

μυρέψιον

μυρεψός
μυρέψιον, ου (τὸ) []
1 parfum, onguent, Symm. Esaï. 57, 9 ||
2 officine de parfumeur, Hippiatr. p. 137, 19.
Étym. μυρεψός.