Μυριναῖος

μυρίνης οἶνος

μύρινος
μυρίνης οἶνος () vin parfumé, très recherché des dames romaines, Diph. (Ath. 132d) ; Posidipp. (Ath. 32b) ; El. V.H. 12, 31.
Étym. μύρον.