μυροπισσόκηρος

μυρόπνοος-ους

Μυρόπνους
μυρό·πνοος-ους, οος-ους, οον-ουν [] qui exhale des parfums, parfumé, embaumé, Anth. 5, 16 ; 12, 95.
Étym. μ. πνέω.