Μυρόπνους

μυροποιός

μυροπωλεῖον
μυρο·ποιός, οῦ (ὁ, ἡ) [] qui compose des parfums, des essences, Anacr. (Poll. 7, 177) ; Ath. 608a.
Étym. μ. ποιέω.