μυροποιός

μυροπωλεῖον

μυροπωλέω-ῶ
μυροπωλεῖον, mieux que μυροπώλιον, ου (τὸ) [] boutique de parfumeur ou marché aux parfums, Lys. 754, 5 ; Dém. 786, 7 ; 911, 13.
Étym. μυροπώλης.