μυστιπολεύω

μυστιπόλος

μύστις
μυστι·πόλος, ος, ον [] qui concerne la célébration des mystères, Anth. App. 161, 239 ; d’où initié, prêtre, Anth. 9, 806.
Étym. μύστης, πολέω.