μυστιπόλος

μύστις

Μύστις
μύστις, ιδος [ῐδ] adj. f. :
1 initiée, Christod. Ecphr. 113 ||
2 act. initiatrice, Anacr. 4, 12 ; Spt. Sap. 8, 4 ; Phil. 1, 173 ||
3 mystique, Naz. 4, 117 Migne.
Étym. fém. de μύστης.