Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
μητρόθε
μητροκασιγνήτη
Μητροκλῆς
*μητρο·κασιγνήτη,
dor.
ματροκασιγνήτα,
ας
(
ἡ
)
[
μᾱκᾰ
] sœur de mère,
Eschl.
Eum.
962
.