Μητροκλῆς

μητροκτονέω-ῶ

μητροκτονία
μητροκτονέω-ῶ, tuer sa mère, Eschl. Eum. 202 ; Eur. Or. 887 ; Arstt. Nic. 3, 1.
Étym. μητροκτόνος.