ναρθηκοπλήρωτος

ναρθηκοφανής

ναρθηκοφόρος
ναρθηκο·φανής, ής, ές [φᾰ] qui ressemble à la férule, Archig. (Orib. p. 158 Math.).
Étym. ν. φαίνω.