Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
ναρθηκοφόρος
ναρθηκώδης
νάρθηξ
ναρθηκώδης,
ης, ες,
c.
ναρθηκοειδής,
Th.
H.P.
1, 6, 10,
etc. ;
Geop.
5, 8, 2
.
Étym.
νάρθηξ, -ωδης
.