Ναυσικλῆς

ναυσικλυτός

Ναυσικράτης
ναυσι·κλυτός, ός, όν [] c. ναυσικλειτός, Od. 7, 39 ; 15, 415 ; Opp. H. 3, 208 ||
E Acc. fém. dor. -κλυτάν, Pd. N. 5, 9.