Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
νεοκατάγραφος
νεοκατασκεύαστος
νεοκατάστατος
νεο·κατασκεύαστος,
ος, ον,
apprêté depuis peu,
Chrys.
4, 60
.
Étym.
ν. κατασκευάζω
.