Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
νεοκατασκεύαστος
νεοκατάστατος
νεοκατάχριστος
νεο·κατάστατος,
ος, ον
[
κᾰστᾰ
] nouvellement établi,
Thc.
3, 93
.
Étym.
ν. καθίστημι
.