νεόκτητος

νεόκτιστος

νεόκτιτος
νεό·κτιστος, ος, ον, nouvellement bâti ou fondé, Pd. P. 4, 206 ; Hdt. 5, 24 ; Thc. 3, 100 ||
E Fém. νεοκτίστα [] Pd. N. 9, 2.
Étym. ν. κτίζω.