Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
νεόκροτος
νεόκτητος
νεόκτιστος
νεό·κτητος,
ος, ον,
nouvellement acquis,
DC.
49, 44 ;
App.
Mithr.
16
.
Étym.
ν. κτάομαι
.