νεόπλεκτος

νεοπλουτοπόνηρος

νεόπλουτος
νεοπλουτο·πόνηρος, ος, ον, coquin nouvellement enrichi, Crat. (Com. fr. 2, 133).
Étym. νεόπλουτος, πονηρός.