νεοσύστατος

νεοσφαγής

νεόσφακτος
νεο·σφαγής, ής, ές [] récemment égorgé, Soph. Aj. 546, 898 ; Eur. Hec. 894, etc. ; Plut. Cam. 31.
Étym. ν. σφάζω.