νεοσύλλογος

νεοσύστατος

νεοσφαγής
νεο·σύστατος, ος, ον []
1 nouvellement réuni, Hérodotus (Orib. 2, 420 B.-Dar.) ||
2 nouveau prosélyte, Jos. B.J. 2, 8, 9.
Étym. ν. συνίστημι.