νεοσσοτροφεῖον

νεοσσοτροφέω

νεοσσοτροφία
νεοσσο·τροφέω, att. νεοττο·τροφέω-ῶ, élever ses petits ou des enfants, Ar. Nub. 999 ; Phil. 2, 200.
Étym. νεοσσός, τροφή.