νεοσσοτροφέω

νεοσσοτροφία

νεοσταθής
νεοσσο·τροφία, att. νεοττο·τροφία, ας () l’action d’élever ses petits, en parl. d’un oiseau, M. Ant. 9, 9.
Étym. νεοττός, τροφή.