Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
Νικονόη
νικοποιέω-ῶ
νικοποιός
νικοποιέω-ῶ
[
ῑ
] vaincre,
Spt.
Esdr.
3, 8
.
Étym.
νικοποιός
.