Νικόπολις

νῖκος

νικοστράτειος βότρυς
νῖκος, εος-ους (τὸ) [] c. νίκη, Orph. Arg. 585 ; A. Pl. 5, 381 ; Spt. Esdr. 3, 9 ; NT. Matth. 12, 20.