νουνεχής

νουνεχόντως

νουνεχῶς
νουνεχόντως, adv. sagement, prudemment, Isocr. 160c, 278c ; cf. ἐχόντως νοῦν, Plat. Leg. 686e.
Étym. νοῦν, acc. de νοῦς ; ἔχων, part. de ἔχω.