νουνέχεια

νουνεχής

νουνεχόντως
νουν·εχής, ής, ές, raisonnable, sage, Eur. fr. 1117, 48 ||
Sup. -έστατος, Pol. 27, 12, 1.
Étym. νοῦν, acc. de νοῦς, ἔχω.