νουθέτημα

νουθέτησις

νουθετησμός
νουθέτησις, εως () action d’avertir, d’admonester, Eur. H.f. 1256 ; Eup. 66 Kock ; 103, 12 Bekker, Anecdota græca, vol. 1 ; Plat. Leg. 700c, etc.
Étym. νουθετέω.