νυκτερικῶς

νυκτερινός

νυκτέριος
νυκτερινός, ή, όν [] de nuit, nocturne, Thc. 4, 128 ; Xén. Cyr. 8, 6, 18, etc. ; Plat. Leg. 909a ; Arstt. H.A. 8, 3 ; νυκτερινώτατόν τι τολμᾶν, Luc. Ic. 21, tenter un coup (d’audace) dans une nuit profonde.
Étym. νύξ.