νυκτερινός

νυκτέριος

νυκτερίρεμϐος
νυκτέριος, α, ον, c. le préc. Arat. 999 ; Orph. H. 1, 5, etc. ; Luc. Per. 28 ||
E Fém. -ος, Luc. Per. l. c.