νυκτικλέπτης

νυκτικόραξ

νυκτικρυφής
νυκτι·κόραξ, ακος () [ῐᾰκ] corbeau de nuit, sorte de chouette, Arstt. H.A. 8, 3 ; Str. 823.
Étym. ν. κόραξ.