νυκτικόραξ

νυκτικρυφής

νυκτιλαθραιοφάγος
νυκτι·κρυφής, ής, ές [ῠφ] qui se cache la nuit, Arstt. Metaph. 6, 15, 9.
Étym. ν. κρύπτω.