νυκτικρυφής

νυκτιλαθραιοφάγος

νυκτιλάλος
νυκτι·λαθραιο·φάγος, ος, ον [ῐφᾰ] qui mange la nuit en cachette, Anth. App. 288.
Étym. ν. λαθραῖος, φαγεῖν.